- κεχόρτασμαι
- χορτάζωfeedperf ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… … Dictionary of Greek
χορτάζω — Α 1. τρέφω βοσκήματα σε στάβλο ώστε να αυξηθεί το πάχος τους (α. «δὴ τότε [χειμῶνος ὥρην] χορτάζειν ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας», Ησίοδ. β. «χορτάσω τὸν κάνθαρον», Αριστοφ.) 2. (σχετικά με πρόσ.) ταΐζω 3. (αμτβ.) χορταίνω («ἱκανῶς κεχόρτασμαι»,… … Dictionary of Greek